- σκοτοιβόρος
- -ον, ΜΑ1. αυτός που τρώει ή κατατρώει στο σκοτάδι2. μτφ. ύπουλος, δόλιος, καταστρεπτικόςαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «συννεφής, σκοτεινός».[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + -βόρος (< βορά «τροφή»), πρβλ. σαρκο-βόρος. Το -οι- τού τ. οφείλεται πιθ. σε μετρ. λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.